Ο λόγος για την Περιστεριά, που περιμένει την αξιοποίηση και προβολή της, καθώς αποτελεί έναν εντυπωσιακό και σημαντικότατο αρχαιολογικό χώρο, σύμφωνα και με τη διευθύντρια της ΛΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας Ξένια Αραπογιάννη.
Αρχαία Μεσσήνη
Μια σημαντική πόλη της αρχαιότητας που ξεχωρίζει ως προς το μέγεθος, τη διατήρηση και τη μορφή της είναι η αρχαία Μεσσήνη. Βρίσκεται στη θέση της προϊστορικής Ιθώμης και είχε χτιστεί από το Θηβαίο στρατηγό Επαμεινώνδα το 369 π.Χ.
Ο σκοπός της ανοικοδόμησής της εξυπηρετούσε την εγκατάσταση προσφύγων από τη Μεσσηνία και την Αρκαδία, αλλά και την ίδρυση μιας ισχυρής πόλης έναντι της ηγεμονίας της Σπάρτης. Διαθέτει δημόσια οικοδομήματα, ταφικά μνημεία, οχυρώσεις, ιερά και κατοικίες.
Επίσης τυγχάνει να μην έχει καταστραφεί ή καλυφθεί από οικισμούς νεότερων χρόνων και να βρίσκεται σε ένα μεσογειακό φυσικό περιβάλλον που έχει παραμείνει αλώβητο. Η μεγαλοπρέπεια των Δελφών δεσπόζει στο φυσικό αυτό περιβάλλον, όπου κυριαρχεί η επιβλητικότητα του όγκου της Ιθώμης και η γαλήνη της Ολυμπίας. Το βουνό Ιθώμη αποτελούσε χώρο λατρείας του Ιθωμάτα Δία.
Η πόλη ήταν προστατευμένη από κυκλικό τείχος που είχε κτιστεί ισοδομικά από μεγάλους τιτανόλιθους, με περίμετρο έκτασης 9.024 μ. που κατέβαινε από τις δυο πλευρές του βουνού. Το τείχος από τεχνικής απόψεως θεωρείται ως ένα από τα αρτιότερα δείγματα οχυρωματικής και αρχιτεκτονικής του 4ου π.Χ. αιώνα και διαθέτει δυο πύλες, τη βορειοδυτική ή αλλιώς ‘Αρκαδική’ και την ανατολική ή αλλιώς ‘Λακωνική’.
Η Αρκαδική Πύλη εσωτερικά περιλαμβάνει μεγάλο κυκλικό περίβολο, ενώ το τείχος έφερε υπερκείμενους πύργους και επάλξεις καθώς και πολεμίστρες σε δυο επίπεδα. Το κέντρο της πόλης ήταν στην τοποθεσία του σημερινού χωριού που ονομάζεται Μαυρομάτι. Επίσης, τα ευρήματα από τις ανασκαφές του 1986 και μετά, δείχνουν ότι στην Αγορά υπήρχε η Αρσινόη ή Καλλιρρόη Κρήνη.
Στον αρχαιολογικό χώρο υπήρχαν τα ιερά της Αφροδίτης, του Ποσειδώνα και της Δήμητρας, το Ασκληπιείο, το ηρώο του Αριστομένη, αγάλματα της Μητέρας των Θεών, της Λαφίας Αρτέμιδας, της Ειλείθυιας και των Διόσκουρων, Γυμναστήριο (‘Γυμνάσιον’) και το Σεβάστειον ή Καισάρειον, κτίσμα χρονολογημένο το 14 μ.Χ. αφιερωμένο στη λατρεία Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Κοντά στην Αγορά έχουν βρεθεί λείψανα του Ιεροθυσίου, Αλεξανδρινής εποχής, του Συνεδρίου, ενώ υπήρχαν ανδριάντες του ιδρυτού της πόλης στρατηγού Επαμεινώνδα και όλων των θεοτήτων της Αρχαίας Ελλάδας, καθώς επίσης και χαλάσματα του Θεάτρου, του Σταδίου και του Βουλευτήριου.
Υπήρξε πρωτεύουσα της ομοσπονδίας των μεσσηνιακών πόλεων (338-191 π.Χ.) και άκμασε την περίοδο της Αχαϊκής και Αιτωλικής Συμπολιτείας.
Η αρχαία πόλη είναι προσβάσιμη από την Αθήνα μέσω της οδικής αρτηρίας Κορίνθου – Τριπόλεως – Μεγαλοπόλεως – Καλαμάτας ή Κορίνθου – Πάτρα – Πύργος – Κυπαρισσία – Μελιγαλάς. Η πρόσβαση από την Ολυμπία γίνεται με αυτοκίνητο ακολουθώντας διαδρομή μιας περίπου ώρας.
Ναός του Απόλλωνα
Ένας από τους πιο μεγάλους ναούς της αρχαιότητας είναι ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα. Βρίσκεται σε ένα τοπίο επιβλητικό, στο όρος Κωτίλιο, σε απόσταση 14 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά της Ανδρίτσαινας. Το μέρος αυτό ονομαζόταν Βάσσες στην αρχαιότητα. Η σημασία του τοπωνυμίου είναι μικρά πλατώματα σε βράχους. Εκεί είχε ιδρυθεί από τους κατοίκους της Φιγάλειας από τον 7ο αι.π.Χ. το ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα, που λατρευόταν με την προσωνυμία Επικούρειος, δηλαδή συμπαραστάτης σε ασθένεια ή πόλεμο.
Ο ναός του Απόλλωνος στο ιερό των Βασσών αποτελεί ένα από τα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας που έχουν σωθεί και διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Για την ακρίβεια, μετά το ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα, είναι ο πιο καλοδιατηρημένος. Το κάλλος τους μαρμάρου από το οποίο αποτελείται και η αρμονία του συνόλου του, κατατάσσουν το ναό αυτό ως έναν από τους ωραιότερους της Πελοποννήσου.
O ναός χτίστηκε στη θέση ενός παλιότερου το 420-400 π.Χ.. Ο περιηγητής Παυσανίας μετά από επίσκεψή του στο μνημείο περί το 2ο αι. μ.Χ., μνημονεύει ως αρχιτέκτονά του τον Ικτίνο. Η θέση του ναού στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι ιδιαίτερη, καθώς έχει τον ιδιοφυή συνδυασμό αρχαϊστικών στοιχείων, που υπαγόρευε η θρησκευτική παράδοση του τόπου, με τις πρωτοποριακές ιδέες του δημιουργού του. Το στυλ του είναι δωρικός παρίπτερος, με προσανατολισμό Β.-Ν και διαστάσεις 14,48×38,24μ. στο επίπεδο του στυλοβάτη.
Η στενόμακρη κάτοψη της περίστασης, οι κίονες που είναι περισσότεροι από το συνηθισμένο για την εποχή, και η διάταξή τους με πιο μεγάλα μετακιόνια διαστήματα στις στενές πλευρές είναι χαρακτηριστικά αρχαϊκά και παραπέμπουν στο ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς. Συνυπάρχουν, όμως, σε αρμονία με προοδευτικά χαρακτηριστικά της ώριμης κλασικής αθηναϊκής αρχιτεκτονικής, παραδείγματος χάριν τo μικρό πάχος των κιόνων, το χαμηλό ύψος της κρηπίδας και του θριγκού και η ευρυχωρία του προδόμου και του οπισθοδόμου. Το μνημείο θεωρείται πρωτότυπο χάρη στη διαμόρφωση του εσωτερικού του.
Στον κύριο εσωτερικό χώρο του ναού υπάρχει η ιδέα της κιονοστοιχίας κατά τις τρεις πλευρές, όπως ακριβώς και στον Παρθενώνα και το ναό του Ηφαίστου στην Αθήνα, όμως οι κίονες στις μακρές πλευρές δεν είναι ελεύθεροι. Βγαίνουν σαν λεπτά εγκάρσια χωρίσματα από τους τοίχους (παρομοίως με τον αρχαϊκό ναό της Ήρας στην Ολυμπία), που απολήγουν σε ιωνικούς ημικίονες με ιδιαίτερες βάσεις και κιονόκρανα.
Η κιονοστοιχία στήριζε ιωνικό θριγκό με ανάγλυφη ζωφόρο μήκους 31μ., που περιέτρεχε εσωτερικά και τις τέσσερις πλευρές του κυρίως εσωτερικού χώρου. Οι 23 πλάκες της απεικόνιζαν σκηνές κενταυρομαχίας και αμαζονομαχίας και από το 1814 βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Πίσω από τον ελεύθερο κορινθιακό κίονα διαμορφώνεται ένας κλειστός χώρος, που επικοινωνεί μεν ελεύθερα με το σηκό, «βλέπει» όμως για λόγους θρησκευτικούς προς την ανατολή, με πόρτα που ανοίγεται προς το ανατολικό φτερό. Όλα αυτά τα στοιχεία συνέβαλαν στην ανάδειξη του εσωτερικού χώρου και αποτέλεσαν καινοτομίες που επρόκειτο να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής στους επόμενους αιώνες.
Η οικοδόμηση του ναού έχει γίνει από ασβεστόλιθο της περιοχής. Τα κιονόκρανα του σηκού, κάποια μέρη της οροφής και της στέγης και ο γλυπτός διάκοσμος ήταν από μάρμαρο. Η ερείπωση ξεκίνησε τη ρωμαϊκή περίοδο πρώτα από τους ανθρώπους και ύστερα από τους σεισμούς.
Η ζωφόρος του ναού είναι ένα πραγματικό αριστούργημα. Αποτελείται από 23 μαρμάρινες πλάκες, από τις οποίες οι 11 δυτικά απεικόνιζαν κενταυρομαχία (Λάπηθες – Κένταυροι) και οι 11 στα ανατολικά αμαζονομαχία (Αθηναίοι – Αμαζόνες). Η κεντρική στο βάθος παρίστανε τον Απόλλωνα που με τη βοήθεια της Αρτέμιδος, επέβαλε τη δικαιοσύνη, που διαταράχτηκε από τους υπαίτιους των τρομερών μαχών (Αμαζόνες – Κενταύρους). Αυτό το έργο τέχνης που η ζωντάνια και η έκφραση των μορφών του, καθώς και η συνταιριασμένη πλοκή των σκηνών, το αναδεικνύουν ως ένα από τους ωραιότερους γλυπτικούς διάκοσμους της αρχαιότητας. Δυστυχώς τα μοναδικά αυτά γλυπτά έγιναν αντιληπτά από Ευρωπαίους αρχαιοκάπηλους κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και εκλάπησαν. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος τους κοσμεί τις προθήκες του Βρετανικού μουσείου, αλλά και του μουσείου του Λούβρου και του Μονάχου. Μαρτυρείται η ύπαρξη μεγάλου χάλκινου άγαλματος του Απόλλωνα μέσα στο ναό, το οποίο σύμφωνα με τον Παυσανία, όταν ιδρύθηκε η Μεγάλη Πόλις μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε εκεί, μπροστά από το τέμενος του Λυκαίου Διός.
Σήμερα, ο ναός διατηρείται στη μορφή που έλαβε με τις εργασίες αναστήλωσής του από την Αρχαιολογική Εταιρεία, στις αρχές του αιώνα. Από το 1965, και συστηματικά από το 1982, το Υπουργείο Πολιτισμού έχει αναλάβει το δύσκολο έργο της συντήρησης και προστασίας του μνημείου. Το στέγαστρο, που προστατεύει το ευαίσθητο οικοδομικό υλικό από τις ακραίες καιρικές συνθήκες της περιοχής, το αντισεισμικό ικρίωμα και οι άλλες εγκαταστάσεις είναι προσωρινές, για όσο διάστημα απαιτήσουν οι σωστικές εργασίες.
Η πρόσβαση στον αρχαιολογικό χώρο του ναού μπορεί να γίνει από τα Κρέστενα της Ηλίας και από τη Μεγαλόπολη, μέσω Καρύταινας.